- μιξαίθρια
- μιξαίθριαalternation of fair and foul weatherneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιξαίθρια — μιξαίθρια, τὰ και μιξαίθριαι, αἱ (Α) εναλλαγή καλού και κακού καιρού («ὕδατα πολλά, λάβρα, μεγάλα, χιόνες μιξαίθρια τὰ πλεῑστα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + αἴθριον] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek